διαγώγιον

διαγώγιον
διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη τού Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαγώγιον — transit duty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγικός — ή, ό (Α διαγωγικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στη συμπεριφορά αρχ. φρ. «τέλος διαγωγικόν» φόρος για τη διαγωγή, τη διάβαση, διαγώγιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”